-
1 κατ-άξιος
κατ-άξιος, ganz würdig; τινός, im Ggstz von ἀνάξιος, Soph. Phil. 997; Eur. El. 46 u. Sp. – Adv., δέδρακας οὔτ' ἐμοῦ καταξίως Soph. O. C. 915; El. 790; Sp., wie τιμωρήσασϑαι κατ. Pol. 1, 88, 5.
1 κατ-άξιος
κατ-άξιος, ganz würdig; τινός, im Ggstz von ἀνάξιος, Soph. Phil. 997; Eur. El. 46 u. Sp. – Adv., δέδρακας οὔτ' ἐμοῦ καταξίως Soph. O. C. 915; El. 790; Sp., wie τιμωρήσασϑαι κατ. Pol. 1, 88, 5.